πυοπνευμ(ατ)οθώρακας

πυοπνευμ(ατ)οθώρακας
ο, Ν ιατρ. συλλογή πύου και αέρα ή αερίων στην κοιλότητα τού υπεζωκότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyopneumothorax (< πύον + πνεύμα + θώραξ). Ο τ. πυοπνευμοθώραξ μαρτυρείται από το 1854 στον θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”